- ἀνίσταμι
- ἀνίσταμιa act., set up, appoint c. acc. dupl. ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι Δ. 2. 25.b intrans. aor. 2, rise up, appear “μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” (Wil. Schulze, Q. E. 431̆{2}: -στάσῃς Schnitzer: -στήσης, -ήσας, -ήσῃ, -αίη codd., Σ.) P. 4.155
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.